- περιποιητός
- -ή, -όν, Α [περιποιώ](κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρέχεται με αφθονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιποιητόν — περιποιητός abundantly produced masc acc sg περιποιητός abundantly produced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)